πρόσχυση

πρόσχυση
η / πρόσχυσις, -ύσεως, ΝΑ [προσχέω]
το χύσιμο πάνω σε κάτι, επίχυση («πίστει πεποίηκε τὸ πάσχα καὶ τὴν πρόσχυσιν τοῡ αἵματος», ΚΔ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πρόσχωμα — το, ΝΑ [προσχώνυμι] χώμα ή λάσπη που συσσωρεύθηκε από πρόσχωση («Νείλου πρὸς αὐτῷ στόματι καὶ προσχώματι», Αισχύλ.) νεοελλ. γη κοντά σε ακτή η οποία σχηματίστηκε από την ιλύ ποταμού, πρόσχυση, προσχωματική έκταση αρχ. συσσώρευση χώματος για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”